Μετάβαση στο περιεχόμενο

keeper

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
keeper keepers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
keeper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική kepere. Μορφολογικά αναλύεται σε keep +‎ -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

keeper (en)

  1. φύλακας
  2. (αθλητισμός) ο/η τερματοφύλακας
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη goalkeeper



Ολλανδικά (nl)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
keeper < (άμεσο δάνειο) αγγλική keeper

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

keeper (nl)