cel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cel (ca)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cel (nl)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cel (pl) αρσενικό