Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαρακτηρισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρακτηρισμός οι χαρακτηρισμοί
      γενική του χαρακτηρισμού των χαρακτηρισμών
    αιτιατική τον χαρακτηρισμό τους χαρακτηρισμούς
     κλητική χαρακτηρισμέ χαρακτηρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαρακτηρισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαρακτηρισμός < χαρακτηρίζω, χαρακτηρισ- + -μός < αρχαία ελληνική χαρακτήρ < χαράσσω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xa.ɾa.kti.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρακτηρισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαρακτηρισμός αρσενικό

  • το αποτέλεσμα και η ενέργεια του χαρακτηρίζω, η απόδοση μιας ιδιότητας
      εύστοχος, ατυχής χαρακτηρισμός
      (κακόσημο) Του έμεινε σαν ρετσινιά ο χαρακτηρισμός του δειλού για όλη του ζωή
      (κακόσημο) Αφήστε τους προσωπικούς χαρακτηρισμούς και επικεντρωθείτε στο πρόβλημα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαρακτηρισμός < χαρακτηρίζω, χαρακτηρισ- + -μός < αρχαία ελληνική χαρακτήρ < χαράσσω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαρακτηρισμός αρσενικό