qualification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
qualification | qualifications |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]qualification (en)
- προσόν
- πρόσθετος όρος
- (αθλητισμός) η πρόκριση
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
qualification | qualifications |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]qualification (fr) θηλυκό