qualification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
qualification qualifications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

qualification (en)

  1. προσόν
  2. πρόσθετος όρος
  3. (αθλητισμός) η πρόκριση
     αντώνυμα: disqualification, elimination

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
qualification qualifications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

qualification (fr) θηλυκό

  1. ο χαρακτηρισμός
  2. (αθλητισμός) η πρόκριση
     αντώνυμα: disqualification, élimination
  3. η εξειδίκευση

Συγγενικά

[επεξεργασία]