qualify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | qualify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | qualifies |
αόριστος | qualified |
παθητική μετοχή | qualified |
ενεργητική μετοχή | qualifying |
Ρήμα[επεξεργασία]
qualify (en)