qualified
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | qualified |
| συγκριτικός | more qualified |
| υπερθετικός | most qualified |
Επίθετο
[επεξεργασία]qualified (en)
- έγκυρος, ενδεδειγμένος, έμπειρος
- ειδικευμένος
qualified cook - ειδικευμένος μάγειρας- ≈ συνώνυμα: confirmed, experienced
- (αθλητισμός) αυτός που προκρίθηκε
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]qualified (en)