qualified
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | qualified |
συγκριτικός | more qualified |
υπερθετικός | most qualified |
Επίθετο[επεξεργασία]
qualified (en)
- έγκυρος, ενδεδειγμένος, έμπειρος
- ειδικευμένος
- ↪ qualified cook - ειδικευμένος μάγειρας
- ≈ συνώνυμα: confirmed, experienced
- (αθλητισμός) αυτός που προκρίθηκε
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
qualified (en)