confirmed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
confirmed (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
confirmed (en)
- επιβεβαιωμένος, κατακυρωμένος
- a confirmed treaty (επικυρωμένη συνθήκη)
- αυτός που έχει διαπιστωμένα μία ιδιότητα
- a confirmed liar (διαπιστωμένα ψεύτης)