confirmed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

confirmed (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του confirm

Επίθετο[επεξεργασία]

confirmed (en)

  1. επιβεβαιωμένος, κατακυρωμένος
    a confirmed treaty (επικυρωμένη συνθήκη)
  2. αυτός που έχει διαπιστωμένα μία ιδιότητα
    a confirmed liar (διαπιστωμένα ψεύτης)