λυκοφωλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λυκοφωλιά | οι | λυκοφωλιές |
γενική | της | λυκοφωλιάς | των | λυκοφωλιών |
αιτιατική | τη | λυκοφωλιά | τις | λυκοφωλιές |
κλητική | λυκοφωλιά | λυκοφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λυκοφωλιά θηλυκό
- φωλιά λύκων
- (μεταφορικά) μέρος στο οποίο συχνάζουν επικίνδυνα άτομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λυκοφωλιά
|