λύκος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λύκος | οι | λύκοι |
γενική | του | λύκου | των | λύκων |
αιτιατική | τον | λύκο | τους | λύκους |
κλητική | λύκε | λύκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λύκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λύκος Περισσότερα στο αρχαίο λύκος.
- για τον μηχανισμό σκανδάλης όπλου: (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λύκος στη σημασία ρόπτρο, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική chien (σκύλος)
- για τη δερματική πάθηση: < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική loup (λύκος) ή από τη νεολατινική lupus
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈli.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύ‐κος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λύκος αρσενικό (θηλυκό λύκαινα)
- (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, συγγενές με το σκύλο
- (μεταφορικά) που τρώει πάρα πολύ, ο φαγάς
- (οπλισμός) ο επικρουστήρας ενός όπλου
- (ιατρική) μορφή αυτοάνοσης δερματοπάθειας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πεινάω σα λύκος
- τρώω σα λύκος
- ο πρώτος λύκος: χαρτοπαικτικός όρος από τον 19ο αιώνα, που προέρχεται από το δημοφιλές παιχνίδι "πασσέτα". Έτσι ονομαζόταν το πρώτο φύλλο μετά το πρώτο ζευγάρι φύλλων και το οποίο ερχόταν τέρτσο, δηλ. ο παίχτης που ποντάριζε έχανε. Οπότε "είμαι στον πρώτο λύκο"= είμαι χαμένος.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Σύνθετα με λυκο-, λυκ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λυκο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θηλαστικό
Πηγές
[επεξεργασία]- λύκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λύκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λύκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λύκος Περισσότερα στο λύκος.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λύκος αρσενικό (θηλυκό λύκαινα)
- (θηλαστικό ζώο) ο λύκος
- (μεταφορικά) κλέφτης
- (φυτό) είδος φυτού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Με λυκο-, λυκ- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λυκο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
Πηγές
[επεξεργασία]- λύκος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
λῠκο- | |||||
ονομαστική | ὁ | λύκος | οἱ | λύκοι | |
γενική | τοῦ | λύκου | τῶν | λύκων | |
δοτική | τῷ | λύκῳ | τοῖς | λύκοις | |
αιτιατική | τὸν | λύκον | τοὺς | λύκους | |
κλητική ὦ! | λύκε | λύκοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λύκω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | λύκοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λύκος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **wĺ̥kʷos «λύκος». Συγγενή: σανσκριτική वृक (vṛ́ka), λατινική lupus, αγγλική wolf, ρωσική волк (volk).
→ ζητούμενο λήμμα (θηλυκό λύκαινα)
- (θηλαστικό ζώο) ο λύκος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Με λυκο-, λυκ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λυκο- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Επίσης δείτε: πιθανή ετυμολογική σχέση με το Λύκειος, λύκειος, νέα ελληνική: λύκειο
Πηγές
[επεξεργασία]- λύκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λύκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Θηλαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζώα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Θηλαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)