λύκος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λύκος | λύκοι |
γενική | λύκου | λύκων |
αιτιατική | λύκο | λύκους |
κλητική | λύκε | λύκοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύκος < ινδοευρωπαϊκή λύκος < ινδοευρωπαϊκή *wĺ̥kʷos «λύκος». Συγγενές με τα σανσκριτικά वृक (vṛ́ka), λατινικά lupus, αγγλικά wolf και σλαβομακεδονικά волк.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λύκος αρσενικό
- (ζωολογία) άγριο θηλαστικό, συγγενές με το σκύλο
- ο επικρουστήρας ενός όπλου
- (ιατρική) μορφή αυτοάνοσης δερματοπάθειας
- (μεταφορικά) που τρώει πάρα πολύ, ο φαγάς
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πεινάω σα λύκος: πεινάω πολύ
- τρώει σα λύκος: τρώει πάρα πολύ
- ο πρώτος λύκος: χαρτοπαικτικός όρος από τον 19ο αιώνα, που προέρχεται από το δημοφιλές παιχνίδι "πασσέτα". Έτσι ονομαζόταν το πρώτο φύλλο μετά το πρώτο ζευγάρι φύλλων και το οποίο ερχόταν τέρτσο, δηλ. ο παίχτης που ποντάριζε έχανε. Οπότε "είμαι στον πρώτο λύκο"= είμαι χαμένος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θηλαστικό