Μετάβαση στο περιεχόμενο

λύκος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: λύκον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λύκος οι λύκοι
      γενική του λύκου των λύκων
    αιτιατική τον λύκο τους λύκους
     κλητική λύκε λύκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας λύκος.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λύκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λύκος Περισσότερα στο αρχαίο λύκος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈli.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λύκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λύκος αρσενικό (θηλυκό λύκαινα)

  1. (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, συγγενές με το σκύλο
  2. (μεταφορικά) που τρώει πάρα πολύ, ο φαγάς
  3. (οπλισμός) ο επικρουστήρας ενός όπλου
  4. (ιατρική) μορφή αυτοάνοσης δερματοπάθειας

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • πεινάω σα λύκος
  • τρώω σα λύκος
  • ο πρώτος λύκος: χαρτοπαικτικός όρος από τον 19ο αιώνα, που προέρχεται από το δημοφιλές παιχνίδι "πασσέτα". Έτσι ονομαζόταν το πρώτο φύλλο μετά το πρώτο ζευγάρι φύλλων και το οποίο ερχόταν τέρτσο, δηλ. ο παίχτης που ποντάριζε έχανε. Οπότε "είμαι στον πρώτο λύκο"= είμαι χαμένος.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Σύνθετα με λυκο-, λυκ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λυκο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λύκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λύκος Περισσότερα στο λύκος.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λύκος αρσενικό (θηλυκό λύκαινα)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο λύκος
  2. (μεταφορικά) κλέφτης
  3. (φυτό) είδος φυτού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Με λυκο-, λυκ- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λυκο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λῠκο-
ονομαστική λύκος οἱ λύκοι
      γενική τοῦ λύκου τῶν λύκων
      δοτική τῷ λύκ τοῖς λύκοις
    αιτιατική τὸν λύκον τοὺς λύκους
     κλητική ! λύκε λύκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λύκω
γεν-δοτ τοῖν  λύκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λύκος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **wĺ̥kʷos «λύκος». Συγγενή: σανσκριτική वृक (vṛ́ka), λατινική lupus, αγγλική wolf, ρωσική волк (volk).


ζητούμενο λήμμα (θηλυκό λύκαινα)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο λύκος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Με λυκο-, λυκ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λυκο- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίσης δείτε: πιθανή ετυμολογική σχέση με το Λύκειος, λύκειος, νέα ελληνική: λύκειο