επικρουστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικρουστήρας < ελληνιστική κοινή ἐπικρουστήριον < αρχαία ελληνική ἐπικρούω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικρουστήρας αρσενικό
- λεπτό και μακρόστενο τμήμα ενός όπλου, που μεταδίδει το χτύπημα της σφύρας στο καψύλι του φυσιγγίου, προκαλώντας την πυροδότηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικρουστήρας