striker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
striker strikers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

striker < strike + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

striker (en)

  • ο/η απεργός
    The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
    Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.

Πηγές[επεξεργασία]