Μετάβαση στο περιεχόμενο

κρούω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρούω < λείπει η ετυμολογία

κρούω

  1. (λόγιο) χτυπώ ένα αντικείμενο που παράγει χαρακτηριστικό ήχο
      κρούω τον κώδωνα του κινδύνου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρούω < λείπει η ετυμολογία

κρούω ζητούμενο λήμμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα