wilk
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]wilk < πρωτοσλαβική vьlkъ
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wilk (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο λύκος
- (οικείο) το λυκόσκυλο
- η μηχανή του κιμά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- o wilku mowa: κατά φωνή...