wilk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wilk < πρωτοσλαβική vьlkъ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vʲilk/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wilk (pl) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο λύκος
  2. (οικείο) το λυκόσκυλο
  3. η μηχανή του κιμά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]