loup
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
loup | loups |
loup (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο λύκος
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
loup | loups |
loup (fr) αρσενικό