lup
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά
(ro)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
lup
(ro)
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
) ο
λύκος
Κλίση
[
επεξεργασία
]
κλίση του
lup
ενικός
πληθυντικός
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
αόριστη άρθρωση
οριστική άρθρωση
ονομαστική
un
lup
lupul
nişte
lupi
lupii
γενική
a unui
lup
lupului
a unor
lupi
lupilor
δοτική
unui
lup
lupului
unor
lupi
lupilor
αιτιατική
un
lup
lupul
nişte
lupi
lupii
κλητική
—
-
—
-
Κατηγορίες
:
Ρουμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (ρουμανικά)
Θηλαστικά (ρουμανικά)
Ζώα (ρουμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Azərbaycanca
Беларуская
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
한국어
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Slovenščina
Türkçe
Volapük
中文