hunt
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]hunt (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hunt (en)
- το κυνήγι (η ενέργεια, η κυνηγετική εξόρμηση)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hunt (et)