gur
Εμφάνιση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]gur < *gura < πρωτοαλβανική *guri < *gʷor̥ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷr̥H- «βουνό» (Συγγενές με τα αρχαία ελληνική δεῖρος και σερβοκροατικά gòra)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gur (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: guri) (πληθυντικός gurë)