lop
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
Lop
Οξιτανικά
(oc)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
lop
(oc)
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
) ο
λύκος
Κατηγορίες
:
Οξιτανική γλώσσα
Ουσιαστικά (οξιτανικά)
Θηλαστικά (οξιτανικά)
Ζώα (οξιτανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Беларуская
Brezhoneg
Català
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Македонски
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
Română
Русский
Sicilianu
Simple English
Shqip
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Volapük
中文