вук
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
вук (sr) (λατινική γραφή: vuk) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο λύκος
вук (sr) (λατινική γραφή: vuk) αρσενικό