φώλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φώλι τα φώλια
      γενική του φωλιού των φωλιών
    αιτιατική το φώλι τα φώλια
     κλητική φώλι φώλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φώλι < φωλι(ά) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfo.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φώ‐λι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φώλι ουδέτερο

  1. συνώνυμο του αποφώλι
    άλλες μορφές: φώλος → και δείτε τη λέξη αποφώλι
  2. πλαστικό ή παλιότερα ξύλινο αβγό ραψίματος κάλτσας· καθώς μπαίνει μέσα στην κάλτσα, της δίνει σχήμα με καμπύλες που κάνει εύκολη την επιδιόρθωση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]