φώλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φώλι | τα | φώλια |
γενική | του | φωλιού | των | φωλιών |
αιτιατική | το | φώλι | τα | φώλια |
κλητική | φώλι | φώλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfo.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φώ‐λι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φώλι ουδέτερο
- συνώνυμο του αποφώλι
- πλαστικό ή παλιότερα ξύλινο αβγό ραψίματος κάλτσας· καθώς μπαίνει μέσα στην κάλτσα, της δίνει σχήμα με καμπύλες που κάνει εύκολη την επιδιόρθωση (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φωλιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβγό στη φωλιά κότας
|
αβγό ραψίματος κάλτσας
|
Πηγές
[επεξεργασία]- φώλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)