clear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | clear |
συγκριτικός | clearer |
υπερθετικός | clearest |
clear (en)
- συγκεκριμένος, σαφής, ξεκαθαρίζω, είναι εύκολα κατανοητό και δεν προκαλεί σύγχυση
- ↪ He wasn’t very clear about what he wanted.
- Δεν ήταν πολύ συγκεκριμένος για το τι ήθελε.
- ↪ clear instructions - σαφείς οδηγίες
- ↪ clear explanation - σαφής εξήγηση
- ↪ I am making myself completely clear.
- Κάνω το νοήμά μου απολύτως σαφές.
- ↪ I want to make things clear right from the start.
- Θέλω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα εξαρχής.
- ↪ I am still not clear on this point.
- Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου αυτό το σημείο.
- ↪ He wasn’t very clear about what he wanted.
- ξεκάθαρος
- διαυγής
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | clear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clears |
αόριστος | cleared |
παθητική μετοχή | cleared |
ενεργητική μετοχή | clearing |
clear (en)
- καθαρίζω
- ξεκαθαρίζω
- (μεταβατικό) βγάζω καθαρά, κερδίζω ένα χρηματικό ποσό ως κέρδος
- ↪ How much do you clear a week?
- Πόσα βγάζει καθαρά τη βδομάδα;
- ↪ How much do you clear a week?
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- clear (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- clear (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 601, 780, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, ξεκαθαρίζω, σαφής, συγκεκριμένος