Μετάβαση στο περιεχόμενο

clear

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός clear
συγκριτικός clearer
υπερθετικός clearest

clear (en)

  1. ξεκάθαρος, σαφής, ξεκαθαρίζω, συγκεκριμένος, είναι εύκολα κατανοητό και δεν προκαλεί σύγχυση
    παράδειγμα  a clear answer - μια ξεκάθαρη απάντηση
    παράδειγμα  He said a clear no.
    Είπε ένα ξεκάθαρο όχι.
    παράδειγμα  clear instructions - σαφείς οδηγίες
    παράδειγμα  clear explanation - σαφής εξήγηση
    παράδειγμα  Am I being clear?/Am I making myself clear?
    Γίνομαι σαφής;
    παράδειγμα  I am making myself completely clear.
    Κάνω το νοήμά μου απολύτως σαφές.
    παράδειγμα  I want to make things clear right from the start.
    Θέλω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα εξαρχής.
    παράδειγμα  He wasn’t very clear about what he wanted.
    Δεν ήταν πολύ συγκεκριμένος για το τι ήθελε.
     συνώνυμα:  transparent
  2. ξεκάθαρος, καθαρός, ολοφάνερος, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία
    παράδειγμα  It’s clear that he doesn’t have money.
    Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει λεφτά.
    παράδειγμα  a clear majority - καθαρή πλειοψηφία
    παράδειγμα  a clear preference - καθαρή προτίμηση
    παράδειγμα  It was clear that…
    Ήταν ολοφάνερο ότι…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obvious
  3. βέβαιος, ξεκαθαρίζω, δεν είμαι μπερδεμένος· δεν έχω καμία αμφιβολία
    παράδειγμα  I am not completely clear on that point/as to what you want me to do.
    Δεν είμαι απολύτως βέβαιος σ' αυτό το σημείο/όσον αφορά το τι θέλετε να κάνω.
    παράδειγμα  I am still not clear on this point.
    Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου αυτό το σημείο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη certain
  4. καθαρός, σκέφτομαι με λογικό τρόπο, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση
    παράδειγμα  clear thinking - καθαρές σκέψεις
    παράδειγμα  a man with a clear mind - άνθρωπος με καθαρή σκέψη
  5. καθαρός, σαφής, λαγαρός, που είναι εύκολο να δω ή να ακούσω
    παράδειγμα  a clear voice - καθαρή φωνή
    παράδειγμα  There were clear traces of wiretapping found.
    Βρέθηκαν σαφή ίχνη τηλεφωνικών υποκλοπών.
    παράδειγμα  the clear water of the stream - το λαγαρό νερό του ρυακιού
  6. διάφανος, που μπορώ να δω μέσα
    παράδειγμα  clear glass - διάφανο γυαλί
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη transparent
  7. καθαρός, διαυγής, διάφανος, ξάστερος, για τον ουρανό ή τον καιρό χωρίς σύννεφα ή ομίχλη
    παράδειγμα  a clear day - καθαρή μέρα
    παράδειγμα  a clear sky - διαυγής/διάφανος ουρανός
    παράδειγμα  a clear night - ξάστερη νύχτα
  8. καθαρός, για δέρμα χωρίς κηλίδες ή σημάδια
    παράδειγμα  clear skin - καθαρό δέρμα/καθαρή επιδερμίδα
  9. φωτεινός, για μάτια που είναι φωτεινά και ζωηρά
    παράδειγμα  clear eyes - φωτεινά μάτια
  10. ελεύθερος, απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από πράγματα που φράζουν το δρόμο ή καλύπτουν την επιφάνεια κάτι
    παράδειγμα  Is the road clear?
    Είναι ο δρόμος ελεύθερος;
    παράδειγμα  a road clear of snow - δρόμος απαλλαγμένος από χιόνια
  11. καθαρός, για συνείδηση, δεν νιώθω ένοχος
    παράδειγμα  I have a clear conscience.
    Έχω καθαρή συνείδηση.
  12. απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από κάτι που είναι δυσάρεστο
    παράδειγμα  clear of debts/errors - απαλλαγμένος από χρέη/λάθη
  13. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ολόκληρος
    παράδειγμα  for three clear days - τρεις ολόκληρες ημέρες

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

clear (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μακριά, χωρίς να αγγίζω
    παράδειγμα  Stand clear of the doors! (Don’t touch the doors)
    Μακριά από τις πόρτες! (Μην αγγίζετε τις πόρτες)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας clear
γ΄ ενικό ενεστώτα clears
αόριστος cleared
παθητική μετοχή cleared
ενεργητική μετοχή clearing

clear (en)

  1. (μεταβατικό) καθαρίζω, αδειάζω, αφαιρώ από κάτι πράγματα που δεν είναι επιθυμητά ή απαραίτητα
    παράδειγμα  They cleared the streets of snow.
    Καθάρισαν τους δρόμους από το χιόνι.
    παράδειγμα  I picked up the dishes to clear the table.
    Σήκωσα τα πιάτα για να καθαρίσω το τραπέζι.
    παράδειγμα  Clear off the table before starting to work.
    Άδειασε το τραπέζι πριν αρχίσεις να δουλεύεις.
  2. (μεταβατικό) αδειάζω, αναγκάζω τους ανθρώπους να φύγουν από ένα μέρος
    παράδειγμα  The Police Commissioner ordered the streets (to) be cleared.
    Ο Διευθυντής της Αστυνομίας διέταξε ν' αδειάσουν οι δρόμοι.
  3. (αμετάβατο) κινούμαι ξανά ελεύθερα· δεν είναι πλέον μπλοκαρισμένο
    παράδειγμα  She cleared her throat.
    Ξερόβηξε.
  4. (αμετάβατο) καθαρίζω, για τον ουρανό ή τον καιρό που γίνεται πιο φωτεινός και χωρίς σύννεφα ή βροχή
    παράδειγμα  The sky cleared after the storm.
    Ο ουρανός καθάρισε μετά την καταιγίδα.
  5. (μεταβατικό) απαλλάσσω, αθωώνω, αποδεικνύω ότι κάποιος είναι αθώος
    παράδειγμα  He was cleared of the charge/of all suspicion.
    Απαλλάγη της κατηγορίας/πάσης υποψίας.
    παράδειγμα  She was cleared of every charge.
    Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία.
  6. (αμετάβατο) εκτελωνίζω, δίνω επίσημη άδεια για να εξέλθει ή να εισέλθει ένα άτομο, ένα πλοίο, ένα αεροπλάνο ή εμπορεύματα
    παράδειγμα  The goods have not yet cleared customs.
    Το εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί.
  7. (μεταβατικό) βγάζω καθαρά, κερδίζω ένα χρηματικό ποσό ως κέρδος
    παράδειγμα  How much do you clear a week?
    Πόσα βγάζει καθαρά τη βδομάδα;
  8. (μεταβατικό) πηδάω, περνάω χωρίς να ακουμπήσω
    παράδειγμα  The horse cleared the fence easily.
    Το άλογο πήδηξε εύκολα το φράχτη.
    παράδειγμα  The car only just cleared the lamppost.
    Το αυτοκίνητο παρά τρίχα να χτυπήσει το φανοστάτη.
  9. ξεκαθαρίζω

Παράγωγα

[επεξεργασία]