clear

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός clear
συγκριτικός clearer
υπερθετικός clearest

clear (en)

  1. συγκεκριμένος, σαφής, ξεκαθαρίζω, είναι εύκολα κατανοητό και δεν προκαλεί σύγχυση
    He wasn’t very clear about what he wanted.
    Δεν ήταν πολύ συγκεκριμένος για το τι ήθελε.
    clear instructions - σαφείς οδηγίες
    clear explanation - σαφής εξήγηση
    I am making myself completely clear.
    Κάνω το νοήμά μου απολύτως σαφές.
    I want to make things clear right from the start.
    Θέλω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα εξαρχής.
    I am still not clear on this point.
    Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου αυτό το σημείο.
  2. ξεκάθαρος
  3. διαυγής

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας clear
γ΄ ενικό ενεστώτα clears
αόριστος cleared
παθητική μετοχή cleared
ενεργητική μετοχή clearing

clear (en)

  1. καθαρίζω
  2. ξεκαθαρίζω
  3. (μεταβατικό) βγάζω καθαρά, κερδίζω ένα χρηματικό ποσό ως κέρδος
    How much do you clear a week?
    Πόσα βγάζει καθαρά τη βδομάδα;

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]