clear up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | clear up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clears up |
αόριστος | cleared up |
παθητική μετοχή | cleared up |
ενεργητική μετοχή | clearing up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]clear up (en)
- ξεκαθαρίζω, διαφωτίζω, λύνω ή εξηγώ κάτι
Πηγές
[επεξεργασία]- clear up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 233, 601. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαφωτίζω, ξεκαθαρίζω