clarify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | clarify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clarifies |
αόριστος | clarified |
παθητική μετοχή | clarified |
ενεργητική μετοχή | clarifying |
Ρήμα[επεξεργασία]
clarify (en)
- ξεκαθαρίζω, κάνω κάτι πιο ξεκάθαρο ή πιο κατανοητό
- ↪ I would like to clarify one or two small points.
- Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ένα-δυο θεματάκια.
- ↪ I would like to clarify one or two small points.
Πηγές[επεξεργασία]
- clarify - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 601. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξεκαθαρίζω