clarify

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας clarify
γ΄ ενικό ενεστώτα clarifies
αόριστος clarified
παθητική μετοχή clarified
ενεργητική μετοχή clarifying

clarify (en)