transparent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός transparent
συγκριτικός more transparent
υπερθετικός most transparent

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

transparent (en)

  1. διαφανής, διάφανος, που μου επιτρέπει να το δω μέσα από αυτό
    a transparent material - διαφανές ύφασμα
     συνώνυμα:  clear και diaphanous
  2. διαφανής, ολοφάνερος, ειδικά για μια δικαιολογία, ένα ψέμα κτλ. που μπορώ εύκολα να δω είναι ψευδής και μου επιτρέπει να δω εύκολα την αλήθεια
    a transparent excuse - διαφανής δικαιολογία
    transparent intentions - διαφανείς/ολοφάνεροι σκοποί
    It’s a transparent lie.
    Είναι ολοφάνερο ψέμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obvious
  3. ξεκάθαρος, για γλώσσα ή πληροφορίες που μπορώ να καταλάβω εύκολα
    a transparent answer - μια ξεκάθαρη απάντηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη clear
  4. (πληροφορική) διαφανής, λειτουργία μη αντιληπτή από τον χρήστη
  5. (υλικό υπολογιστή) διαφανής

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό transparent transparents
θηλυκό transparente transparentes

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

transparent (fr)