transparent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
transparent (en)
- διαφανής, διάφανος
- ολοφάνερος
- ≈ συνώνυμα: evident, obvious, patent, unmistakable
- (πληροφορική) διαφανής, λειτουργία μη αντιληπτή από τον χρήστη [1][2]
- (υλικό υπολογιστή) διαφανής [2]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
transparent στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) What do “transparent” and “opaque” mean when applied to programming concepts?, από stackoverflow.com. Αρχειοθέτηση 2015-04-18. Πρόσβαση 2020-11-20.
- ↑ 2,0 2,1 (αγγλικά) Transparent. Αρχειοθέτηση 2020-04-06. Πρόσβαση 2020-11-20.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | transparent | transparents |
θηλυκό | transparente | transparentes |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
transparent (fr)