πρόσοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόσοδος | οι | πρόσοδοι (πρόσοδες) |
γενική | της | προσόδου | των | προσόδων |
αιτιατική | την | πρόσοδο | τις | προσόδους (πρόσοδες) |
κλητική | πρόσοδε (πρόσοδο) | πρόσοδοι (πρόσοδες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσοδος < πρόσ- + ὁδός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.so.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σο‐δος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσοδος θηλυκό
- (οικονομία) το ενοίκιο που εισπράττει ή οποιοδήποτε άλλο εισόδημα προσπορίζεται ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου
- (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε εισόδημα προκύπτει από την εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσοδοφόρος
- → δείτε τις λέξεις προς και οδός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόσοδος | αἱ | πρόσοδοι |
γενική | τῆς | προσόδου | τῶν | προσόδων |
δοτική | τῇ | προσόδῳ | ταῖς | προσόδοις |
αιτιατική | τὴν | πρόσοδον | τὰς | προσόδους |
κλητική ὦ! | πρόσοδε | πρόσοδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσοδος θηλυκό → ζητούμενο λήμμα
Πηγές[επεξεργασία]
- πρόσοδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσοδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διάμετρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρόσ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πρόσ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)