annuity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
annuity annuities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

annuity (en)

  • (οικονομία) η πρόσοδος, ένα σταθερό χρηματικό ποσό που πληρώνεται σε κάποιον κάθε χρόνο, συνήθως για το υπόλοιπο της ζωής του
    ⮡  a lifetime annuity - ισόβια πρόσοδος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • annuity στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια