annuity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
annuity | annuities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]annuity (en)
- (οικονομία) η πρόσοδος, ένα σταθερό χρηματικό ποσό που πληρώνεται σε κάποιον κάθε χρόνο, συνήθως για το υπόλοιπο της ζωής του
- ⮡ a lifetime annuity - ισόβια πρόσοδος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- annuity στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- annuity - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 749. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρόσοδος