recette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
recette recettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

recette (fr) θηλυκό

  1. η συνταγή
  2. το έσοδο, η πρόσοδος, η είσπραξη