income

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
income incomes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

income (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το εισόδημα, η πρόσοδος
    net/gross income - καθαρό/ακαθάριστο εισόδημα
    income tax - φόρος εισοδήματος
    We are living beyond our income.
    Ζούμε έξω από τα όρια των εισοδημάτων μας.
    a fixed income - σταθερή πρόσοδος
    annual/yearly income - ετήσια πρόσοδος