income
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
income | incomes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]income (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το εισόδημα, η πρόσοδος
- ↪ net/gross income - καθαρό/ακαθάριστο εισόδημα
- ↪ income tax - φόρος εισοδήματος
- ↪ We are living beyond our income.
- Ζούμε έξω από τα όρια των εισοδημάτων μας.
- ↪ a fixed income - σταθερή πρόσοδος
- ↪ annual/yearly income - ετήσια πρόσοδος
Πηγές
[επεξεργασία]- income - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 265, 749. ISBN 9780194325684., λήμμα: εισόδημα, πρόσοδος