ενδίδω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδίδω < αρχαία ελληνική ἐνδίδωμι < ἐν + δίδωμι
Ρήμα
[επεξεργασία]ενδίδω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενδίδω | ενέδιδα | θα ενδίδω | να ενδίδω | ενδίδοντας | |
β' ενικ. | ενδίδεις | ενέδιδες | θα ενδίδεις | να ενδίδεις | ||
γ' ενικ. | ενδίδει | ενέδιδε | θα ενδίδει | να ενδίδει | ||
α' πληθ. | ενδίδουμε | ενδίδαμε | θα ενδίδουμε | να ενδίδουμε | ||
β' πληθ. | ενδίδετε | ενδίδατε | θα ενδίδετε | να ενδίδετε | ενδίδετε | |
γ' πληθ. | ενδίδουν(ε) | ενέδιδαν ενδίδαν(ε) |
θα ενδίδουν(ε) | να ενδίδουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενέδωσα | θα ενδώσω | να ενδώσω | ενδώσει | ||
β' ενικ. | ενέδωσες | θα ενδώσεις | να ενδώσεις | |||
γ' ενικ. | ενέδωσε | θα ενδώσει | να ενδώσει | |||
α' πληθ. | ενδώσαμε | θα ενδώσουμε | να ενδώσουμε | |||
β' πληθ. | ενδώσατε | θα ενδώσετε | να ενδώσετε | ενδώστε | ||
γ' πληθ. | ενέδωσαν ενδώσαν(ε) |
θα ενδώσουν(ε) | να ενδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενδώσει | είχα ενδώσει | θα έχω ενδώσει | να έχω ενδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ενδώσει | είχες ενδώσει | θα έχεις ενδώσει | να έχεις ενδώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ενδώσει | είχε ενδώσει | θα έχει ενδώσει | να έχει ενδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενδώσει | είχαμε ενδώσει | θα έχουμε ενδώσει | να έχουμε ενδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ενδώσει | είχατε ενδώσει | θα έχετε ενδώσει | να έχετε ενδώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενδώσει | είχαν ενδώσει | θα έχουν ενδώσει | να έχουν ενδώσει |
|