υποκύπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποκύπτω < αρχαία ελληνική ὑποκύπτω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική succomber)
Ρήμα[επεξεργασία]
υποκύπτω
- υποχωρώ σε (κάποιον/κάτι), ενδίδω
- υποτάσσομαι