bring in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bring in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings in |
αόριστος | brought in |
παθητική μετοχή | brought in |
ενεργητική μετοχή | bringing in |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bring in (en)
- φέρνω, ζητώ από κάποιον να κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά ή να ασχοληθεί με κάτι
- ↪ We have to bring in the plumber.
- Πρέπει να φέρουμε τον υδραυλικό.
- ↪ Go bring in a doctor immediately!
- Φέρε αμέσως ένα γιατρό!
- ↪ We have to bring in the plumber.
- αποφέρω, φέρω, κερδίζω ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό
Πηγές[επεξεργασία]
- bring in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115-116, 933-934. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποφέρω, φέρνω