return
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
return | returns |
return (en)
- (μόνο ενικός) η επιστροφή, το να επιστρέφω σε ένα μέρος που ήμουν πριν
- ⮡ a return home/to school - επιστροφή στο σπίτι/σχολείο
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η ανταπόδοση, το να δίνω, να βάζω ή να στέλνω κάτι ή κάποιον πίσω
- ⮡ in return for his services… - γι' ανταπόδοση των υπηρεσιών…
- ≈ συνώνυμα: reciprocation, → και δείτε την έκφραση in return
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πρόσοδος, το ποσό του κέρδους που παίρνω από κάτι
- ⮡ gross/net return - ακαθάριστη/καθαρή πρόσοδος
- ⮡ I am getting a good return on this investment.
- Μου δίνει καλή πρόσοδος αυτή η επένδυση.
- το εισιτήριο μετ' επιστροφής
- (μη μετρήσιμο, πληροφορική) ο χαρακτήρας που σημειώνει την αρχή μιας νέας γραμμής κειμένου
- (προγραμματισμός) εντολή σε συνάρτηση που δίνει τέλος στην εκτέλεσή της, επιστρέφοντας κάποια τιμή ή όχι στην επόμενη εντολή από αυτή που έγινε η κλήση της
- → δείτε και τον όρο return value
- δείτε επίσης: Return statement στην αγγλική Βικιπαίδεια
- η επιστροφή, αντικείμενο ή εμπόρευμα που επιστρέφεται από τον πελάτη ως ελαττωματικό
- ⮡ return policy - πολιτική επιστροφών
- ⮡ You can submit a return request with a receipt.
- Μπορείς να υποβάλετε ένα αίτημα επιστροφής με απόδειξη.
- (οικονομία) η φορολογική δήλωση, το έγγραφο αναγράφεται όλα τα εισοδήματα του προηγούμενου οικονομικού έτους
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tax return
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | return |
γ΄ ενικό ενεστώτα | returns |
αόριστος | returned |
παθητική μετοχή | returned |
ενεργητική μετοχή | returning |
return (en)
- (αμετάβατο) επιστρέφω, ξαναγυρίζω, γυρίζω, πάω από το ένα μέρος πίσω στο άλλο
- (μεταβατικό) επιστρέφω, γυρίζω, φέρνω, δίνω, βάζω ή στέλνω κάτι πίσω σε κάποιον/κάτι
- (αμετάβατο) γυρίζω, ένα συναίσθημα ή μια κατάσταση επιστρέφει ξανά
- ⮡ His mind kept returning to the past.
- Το μυαλό του γύριζε διαρκώς στο παρελθόν.
- ⮡ His mind kept returning to the past.
- (μεταβατικό) ανταποδίδω, κάνω ή δίνω κάτι σε κάποιον επειδή πρώτα έχει κάνει ή έχει δώσει το ίδιο σε μένα ή έχω την ίδια αίσθηση για κάποιον που έχει για μένα
- ⮡ I return a visit/someone's greeting/someone's compliments.
- Ανταποδίδω μια επίσκεψη/το χαιρετισμό/τα κομπλιμέντα κάποιου.
- ⮡ I return the favor.
- Ανταποδίδω την εξυπηρέτηση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reciprocate
- ⮡ I return a visit/someone's greeting/someone's compliments.
- (μεταβατικό, οικονομία) αποφέρω, παράγω ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ως κέρδος ή ζημιά
Πηγές
[επεξεργασία]- return (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- return (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 74, 115-116, 203, 328, 749. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανταποδίδω, αποφέρω, γυρίζω, επιστροφή, πρόσοδος