return
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
return (en)
- η επιστροφή σε κάποιο μέρος
- η επιστροφή, αντικείμενο ή εμπόρευμα που επιστρέφεται από τον πελάτη ως ελαττωματικό
- το εισιτήριο μετ' επιστροφής
- η επιστροφή φόρου
- το αντίκρισμα, η ανταπόδοση
- (πληροφορική) ο χαρακτήρας που σημειώνει την αρχή μιας νέας γραμμής κειμένου
- (προγραμματισμός) εντολή σε συνάρτηση που δίνει τέλος στην εκτέλεσή της, επιστρέφοντας κάποια τιμή ή όχι στην επόμενη εντολή από αυτή που έγινε η κλήση της
- → δείτε και τον όρο return value
- δείτε επίσης: Return statement στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
return (en)
- (μεταβατικό) επιστρέφω κάτι σε κάποιον
- (αμετάβατο) επιστρέφω, ξαναγυρίζω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
return στην αγγλική Βικιπαίδεια