return

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɹɪˈtɝn/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
return returns

return (en)

  1. η επιστροφή σε κάποιο μέρος, η πράξη ή το αποτέλεσμα
    a return home/to school - επιστροφή στο σπίτι/σχολείο
  2. η ανταπόδοση, η πράξη ή το αποτέλεσμα
    in return for his services… - γι' ανταπόδοση των υπηρεσιών…
     συνώνυμα: reciprocation, → και δείτε την έκφραση in return
  3. η επιστροφή, αντικείμενο ή εμπόρευμα που επιστρέφεται από τον πελάτη ως ελαττωματικό
    return policy - πολιτική επιστροφών
    You can submit a return request with a receipt.
    Μπορείς να υποβάλετε ένα αίτημα επιστροφής με απόδειξη.
  4. το εισιτήριο μετ' επιστροφής
     συνώνυμα: return ticket
  5. (οικονομία) η φορολογική δήλωση, το έγγραφο αναγράφεται όλα τα εισοδήματα του προηγούμενου οικονομικού έτους
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tax return
  6. (πληροφορική) ο χαρακτήρας που σημειώνει την αρχή μιας νέας γραμμής κειμένου
  7. (προγραμματισμός) εντολή σε συνάρτηση που δίνει τέλος στην εκτέλεσή της, επιστρέφοντας κάποια τιμή ή όχι στην επόμενη εντολή από αυτή που έγινε η κλήση της
    → δείτε και τον όρο return value
    δείτε επίσης: Return statement στην αγγλική Βικιπαίδεια

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας return
γ΄ ενικό ενεστώτα returns
αόριστος returned
παθητική μετοχή returned
ενεργητική μετοχή returning

return (en)

  1. (αμετάβατο) επιστρέφω, ξαναγυρίζω, γυρίζω, πάω από το ένα μέρος πίσω στο άλλο
    When did he return to Athens?
    Πότε γύρισε στην Αθήνα;
    What time will we return home?
    Τι ώρα θα γυρίσουμε σπίτι;
     συνώνυμα: come back
  2. (μεταβατικό) επιστρέφω, γυρίζω, φέρνω, δίνω, βάζω ή στέλνω κάτι πίσω σε κάποιον/κάτι
    When will you return my books to me?
    Πότε θα μου γυρίσεις τα βιβλία μου;
    Tomorrow I will return you your money.
    Aύριο θα σου γυρίσω τα λεφτά σου.
     συνώνυμα: give back
  3. (αμετάβατο) γυρίζω, ένα συναίσθημα ή μια κατάσταση επιστρέφει ξανά
    His mind kept returning to the past.
    Το μυαλό του γύριζε διαρκώς στο παρελθόν.
  4. (μεταβατικό) ανταποδίδω, κάνω ή δίνω κάτι σε κάποιον επειδή πρώτα έχει κάνει ή έχει δώσει το ίδιο σε μένα ή έχω την ίδια αίσθηση για κάποιον που έχει για μένα
    I return a visit/someone's greeting/someone's compliments.
    Ανταποδίδω μια επίσκεψη/το χαιρετισμό/τα κομπλιμέντα κάποιου.
    I return the favor.
    Ανταποδίδω την εξυπηρέτηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reciprocate

Πηγές[επεξεργασία]