ξαναγυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξαναγυρίζω < ξανά + γυρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξαναγυρίζω

  1. γυρίζω πίσω
    Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
  2. γυρίζω ξανά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]