harvest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
harvest | harvests |
harvest (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σοδειά, η εποχή του χρόνου που συγκεντρώνονται οι καλλιέργειες σε ένα αγρόκτημα, η πράξη της κοπής και της συλλογής των καλλιεργειών
- ↪ the harvest season - η εποχή της σοδειάς
- (μετρήσιμο) η σοδειά, οι καλλιέργειες, ή την ποσότητα των καλλιεργειών, που έκοψα και συγκέντρωσα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | harvest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | harvests |
αόριστος | harvested |
παθητική μετοχή | harvested |
ενεργητική μετοχή | harvesting |
harvest (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) θερίζω, κόβω και μαζεύω τη σοδειά
- ↪ Did you harvest the corn?
- Θέρισες το καλαμπόκι;
- ↪ Did you harvest the corn?
Πηγές
[επεξεργασία]- harvest (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- harvest (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 804. ISBN 9780194325684., λήμμα: σοδειά