Μετάβαση στο περιεχόμενο

crop

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
crop crops

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

crop (en)

  1. (μετρήσιμο) η σοδειά, οι καλλιέργειες, τα σπαρτά, τα φυτά που καλλιεργούνται σε μεγάλες ποσότητες, ειδικά για τροφή
      the wheat/potato/apple crop - η σοδειά του σταριού/της πατάτας/των μήλων
      The floods destroyed the crops.
    Οι πλημμύρες κατέστρεψαν τις καλλιέργειες.
      The rain will be good for the crops.
    Η βροχή θα κάνει καλό στα σπαρτά.
  2. (μετρήσιμο) η σοδειά, η ποσότητα σιτηρών, καρπών κτλ. που καλλιεργείται σε μια εποχή
      We had a good crop of beans/olives this year.
    Είχαμε καλή σοδειά φασολιά/ελιές φέτος.
      second crop - δεύτερη σοδειά
      bumper crop - πλούσια σοδειά
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη harvest