σπαρτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σπαρτά | ||
γενική | των | σπαρτών | ||
αιτιατική | τα | σπαρτά | ||
κλητική | σπαρτά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπαρτά < πληθυντικός του σπαρτό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spaɾˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπαρ‐τά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπαρτά ουδέτερο
- τα σιτηρά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπαρτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σπαρτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπαρτός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)