Μετάβαση στο περιεχόμενο

σπαρτά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σπαρτά
      γενική των σπαρτών
    αιτιατική τα σπαρτά
     κλητική σπαρτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπαρτά < πληθυντικός του σπαρτό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /spaɾˈta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπαρτά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπαρτά ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σπαρτά