main clause
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
main clause | main clauses |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]main clause (en)
- (γραμματική) συνώνυμο του independent clause
- (γραμματική) η απόδοση στον υποθετικό λόγο