Μετάβαση στο περιεχόμενο

τεφροδόχος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεφροδόχος οι τεφροδόχοι
      γενική της τεφροδόχου των τεφροδόχων
    αιτιατική την τεφροδόχο τις τεφροδόχους
     κλητική τεφροδόχε τεφροδόχοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεφροδόχος < τέφρ(α) + -ο- + -δόχος < δέχομαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /te.fɾoˈðo.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεφροδόχος
τεφροδόχος της αρχαϊκής περιόδου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τεφροδόχος θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]