τεφροδόχος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /te.fɾoˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐φρο‐δό‐χος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεφροδόχος θηλυκό
- το δοχείο που περιέχει τη στάχτη ενός νεκρού που αποτεφρώθηκε
- ※ Με απόφαση των ιταλικών αρχών, η ιταλική αστυνομία και στρατοχωροφυλακή (καραμπινιέροι) έχουν αρχίσει να διανέμουν τεφροδόχους θανόντων από κορωνοϊό στους οικείους τους, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η διασπορά του ιού. (Κορωνοϊός - Συγκλονιστικά πλάνα: Η Ιταλική αστυνομία μοιράζει τεφροδόχους στις οικογένειες, skai.gr, 14/04/2020 )
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δόχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)