Μετάβαση στο περιεχόμενο

urn

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

urn (en)

  1. αγγείο με «πόδι»
  2. μεταλλικό δοχείο γαι το σερβίρισμα του τσαγιού και του καφέ, τσαγιέρα
  3. τεφροδόχος