τεφροδόχη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεφροδόχη οι τεφροδόχες
      γενική της τεφροδόχης των τεφροδοχών
    αιτιατική την τεφροδόχη τις τεφροδόχες
     κλητική τεφροδόχη τεφροδόχες
Συγκρίνετε με τη κλίση του τεφροδόχος.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεφροδόχη < τέφρ(α) + -ο- + -δόχη κατά την ελληνιστική καπνοδόχη [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.fɾoˈðo.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐φρο‐δό‐χη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεφροδόχη θηλυκό

  1. χώρος που δέχεται τη στάχτη από καμένα υλικά
  2. συνώνυμο του τεφροδόχος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]