urna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
urna (pl) θηλυκό
- η κάλπη ως
- κουτί με μια χαραμάδα στο πάνω μέρος του, μέσα στο οποίο ρίχνονται ψηφοδέλτια
- (αρχαιολογία) αγγείο το οποίο χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχος
- η τεφροδόχος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- pójść do urn: πηγαίνω σε εκλογές