Μετάβαση στο περιεχόμενο

δεσποινίς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεσποινίς
& δεσποινίδα
οι δεσποινίδες
      γενική της δεσποινίδος
& δεσποινίδας
των δεσποινίδων
    αιτιατική τη δεσποινίδα τις δεσποινίδες
     κλητική δεσποινίς
& δεσποινίδα
δεσποινίδες
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, κατά την αρχαία τρίτη κλίση.
Οι δεύτεροι τύποι κατά το νεότερο δεσποινίδα.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεσποινίς < μεσαιωνική ελληνική δεσποινίς < αρχαία ελληνική δέσποινα + -ίς [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðe.spiˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δεσποινίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δεσποινίς θηλυκό

  1. η νεαρή κοπέλα
      πώς μεγάλωσε η Σοφία! Είναι πια μια μικρή δεσποινίς
  2. ο τίτλος που συνοδεύει το όνομα νεαρών ανύπαντρων γυναικών
      η δεσποινίς Μαρία
  3. (προσφώνηση) η προσφώνηση για νεαρή ανύπαντρη κοπέλα
      Δεσποινίς! Ελάτε παρακαλώ!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]