panna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
panna (it)
- γαστρονομία κρέμα γάλακτος
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
panna (fi)
[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
panna (pl) θηλυκό
- η ανύπαντρη νεαρή κοπέλα, η δεσποινίδα (και παλαιότερος τίτλος ευγενείας όπως και στα ελληνικά)
- panny z Wilka (polsko-francuski film z 1979 roku, w reżyserii Andrzeja Wajdy.0- οι δεσποινίδες από το Βίλκο (πολωνo-γαλλική ταινία του 1979 σε σκηνοθεσία Αντρέι Βάιντα)
- η κοπέλα, η κοπελιά, το κορίτσι (και με την έννοια του συντρόφου)
- ο co porozmawią panny? - για τι συζητάτε κορίτσια;
- przyszedł na imprezę ze swoją panną - ήρθε στο πάρτι με την κοπέλα του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
panna (cs) θηλυκό