panna

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Panna, pana

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

panna (it)



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

panna (fi)

Συγγενικά[επεξεργασία]


Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpãnːa/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

panna (pl) θηλυκό

  1. η ανύπαντρη νεαρή κοπέλα, η δεσποινίδα (και παλαιότερος τίτλος ευγενείας όπως και στα ελληνικά)
    • panny z Wilka (polsko-francuski film z 1979 roku, w reżyserii Andrzeja Wajdy.0- οι δεσποινίδες από το Βίλκο (πολωνo-γαλλική ταινία του 1979 σε σκηνοθεσία Αντρέι Βάιντα)
  2. η κοπέλα, η κοπελιά, το κορίτσι (και με την έννοια του συντρόφου)
    • ο co porozmawią panny? - για τι συζητάτε κορίτσια;
    • przyszedł na imprezę ze swoją panną - ήρθε στο πάρτι με την κοπέλα του
       συνώνυμα:
      dziewczyna

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

panna (cs) θηλυκό

  1. η παρθένα
  2. κορώνα (μπροστινή όψη νομίσματος)
     αντώνυμα: orel