καταχρηστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταχρηστικά < καταχρηστικός + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ta.xɾi.stiˈka/
Επίρρημα
[επεξεργασία]καταχρηστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καταχρηστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καταχρηστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταχρηστικός