τίκτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τίκτω < πρωτοελληνική *tíktō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tí-tḱ-e-ti < *teḱ- (τίκτω, γεννώ)
Ρήμα[επεξεργασία]
τίκτω
- φέρνω στον κόσμο, γεννώ
- Σήμερον η Παρθένος τίκτει... (Θ΄ Ωδή Χριστουγέννων)
- Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτήρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τίκτω