πολυτεκνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυτεκνία | οι | πολυτεκνίες |
γενική | της | πολυτεκνίας | — | |
αιτιατική | την | πολυτεκνία | τις | πολυτεκνίες |
κλητική | πολυτεκνία | πολυτεκνίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυτεκνία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυτεκνία θηλυκό
- το να έχει κανείς πολλά παιδιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυτεκνία
|