τεκταίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεκταίνομαι < αρχαία ελληνική τεκταίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
τεκταίνομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- βυσσοδομώ
- δολοπλοκώ
- εξυφαίνω
- μαγειρεύω
- μηχανεύομαι
- μηχανορραφώ
- ραδιουργώ
- σκαρώνω
- σκευωρώ
- τεχνάζομαι
- χαλκεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεκταίνομαι
|