ραδιουργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιουργώ < αρχαία ελληνική ῥᾳδιουργέω-ῥᾳδιουργῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
ραδιουργώ
- ασχολούμαι με ραδιουργίες, συνωμοτώ, μηχανορραφώ, λειτουργώ με πανουργία, επινοώ σκοτεινά σχέδια για να πετύχω το στόχο μου (συνήθως εις βάρος άλλων)
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή |
---|---|
Ενεστώτας | ραδιουργώ |
Παρατατικός | ραδιουργούσα |
Μέλλοντας Εξακ. | θα ραδιουργώ |
Μέλλοντας Στ. | θα ραδιουργήσω |
Αόριστος | ραδιούργησα |
Παρακείμενος | έχω ραδιουργήσει |
Μετοχές | ραδιουργώντας |