μονταζιέρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονταζιέρα (νεολογισμός) < μοντάζ + -ιέρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mon.taˈzʝe.ɾa/ και /mon.taˈzi̯e.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μον‐τα‐ζιέ‐ρα ή μο‐ντα‐ζιέ‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονταζιέρα θηλυκό
- (τεχνολογία) συσκευή ή πρόγραμμα υπολογιστή με τα οποία γίνεται το μοντάζ εικόνας ή ήχου
- (τυπογραφία) επιφάνεια πάνω στην οποία επεξεργαζόμαστε το προς εκτύπωση υλικό
- (μεταφορικά) προπαγανδιστικός (κομματικός ή άλλος) μηχανισμός που εσκεμμένα παραπληροφορεί μεταδίδοντας χαλκευμένες ειδήσεις
- ※ «Από την πρώτη στιγμή είχαμε υποστηρίξει σε όλους τους τόνους ότι δεν υπήρξε καμία "μονταζιέρα Μαξίμου"» και ότι το σύνολο των συνομιλιών παραδόθηκε αυτούσιο στη Δικαιοσύνη», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Μαρινάκης.
- @kathimerini, 2025.02.01.
- ≈ συνώνυμα: χαλκείο, (φερέφωνο)
- ※ «Από την πρώτη στιγμή είχαμε υποστηρίξει σε όλους τους τόνους ότι δεν υπήρξε καμία "μονταζιέρα Μαξίμου"» και ότι το σύνολο των συνομιλιών παραδόθηκε αυτούσιο στη Δικαιοσύνη», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Μαρινάκης.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μοντάζ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονταζιέρα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- μονταζιέρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)