μονταζιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονταζιέρα θηλυκό
- συσκευή ή πρόγραμμα υπολογιστή με τα οποία γίνεται το μοντάζ εικόνας ή ήχου
- (τυπογραφία) επιφάνεια πάνω στην οποία επεξεργαζόμαστε το προς εκτύπωση υλικό
- (νεολογισμός) (μεταφορικά) προπαγανδιστικός (κομματικός ή άλλος) μηχανισμός που εσκεμμένα παραπληροφορεί μεταδίδοντας χαλκευμένες ειδήσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μοντάζ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονταζιέρα
|