φερέφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φερέφωνο | τα | φερέφωνα |
γενική | του | φερέφωνου & φερεφώνου |
των | φερέφωνων & φερεφώνων |
αιτιατική | το | φερέφωνο | τα | φερέφωνα |
κλητική | φερέφωνο | φερέφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φερέφωνο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φερέφωνον, φέρ(ω) + -φωνον < φωνή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική porte-parole) [1][2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φερέφωνο ουδέτερο
- μειωτικός χαρακτηρισμός για αυτόν που μεταφέρει ή εκφράζει απόψεις άλλων και δεν έχει αυτονομία σκέψης ή/και έκφρασης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φερέφωνο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φερέφωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φωνο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)